Στο μικρό μου σπιτάκι, ήθελα έναν πολύ μεγάλο κόκκινο καναπέ. Να γίνεται διπλό κρεβάτι, για να μπορώ να φιλοξενώ πολύ κόσμο. Να είναι άνετος για να μπορούμε να καθόμαστε ώρες και να μιλάμε. Να είναι τριθέσιος τουλάχιστον γιατί δεν ήθελα άλλα συνοδευτικά. Να είναι κατακόκκινος γιατί πάντα έτσι τον φανταζόμουν.
Και τον βρήκα. Και τον λάτρεψα από την πρώτη στιγμή. Και τον παράγγειλα και τον πλήρωσα. Λίγο πριν φύγω από το κατάστημα, με ρώτησε η πωλήτρια: «Ξέρετε αν χωράει να ανέβει στο σπίτι;» και ξαφνικά πανικοβλήθηκα. Έτρεξα σπίτι και μέτρησα τις σκάλες για να αποφανθούν αν χωράει. Και φυσικά δεν χωρούσε. Αλλά εγώ τον ήθελα και έπρεπε να βρω μια λύση, μέσα σε 24 ώρες. Για να μπορώ να ακυρώσω την παραγγελία.
Σκέψου… σκέψου… Γερανός;
- Γεια σας.
- Γεια σας.
- Έχετε γερανούς;
- Ναι αλλά για ποιο λόγο;
- Έχω έναν κόκκινο καναπέ να ανεβάσω στον τέταρτο όροφο. Μπορείτε;
- Τι καναπέ;
- Κόκκινο σας είπα.
- Πολύ χρήσιμη πληροφορία. Εννοώ τι μέγεθος καλή μου.
- Αααα ναι. Τριθέσιος, τόσοΧτόσοΧτόσο
- Που είναι το σπίτι;
- Στο κέντρο. Εκεί.
- Εντάξει. Πότε;
- 5 Σεπτεμβρίου το απόγευμα.
- Ωραία. Θα σου τηλεφωνήσουμε την προηγούμενη για περισσότερες λεπτομέρειες.
Τις επόμενες 13 ημέρες, τις πέρασα βουτηγμένη στα τρελά σχέδια. Θα έρχονται φίλοι και θα αράζουν στον καναπέ, θα ανοίγει και θα μπορούν να κοιμούνται, θα κάνουμε κάτι τρελές μαζώξεις, θα βρω και ένα μεγάλο κατακόκκινο ρολόι για να τα ισορροπήσω. Πήγαινα στο σπίτι και κοιτούσα το σημείο και χαιρόμουν. Και μετά, μια μέρα πριν, χτύπησε το πρωί στη δουλειά το κινητό μου.
- Γεια σας
- Γεια σας
- Από τους γερανούς τηλεφωνώ.
- Αααα ναι! Τι ωραία. Τι χρειάζεστε;
- Ξέρετε πήγε εκεί το συνεργείο σήμερα και είδε ότι είναι αδύνατο να κάτσει γερανός… Είναι πολύ στενό, το στενό σας και πολύ κεντρικό και δεν μπορεί να «ανοίξει» τα πόδια να σταθεροποιηθεί σωστά.
Ο χρόνος σταμάτησε. Κατάφερα και ακινητοποιήθηκα ενώ γύρω μου το περιοδικό έπρεπε να πάει τυπογραφείο, τα φυλλάδια για αύριο ήθελαν διορθώσεις, το banner δεν μπορούσε να στηθεί, η κασέτα με το σποτάκι ήταν σε λάθος format και κόσμος μπαινόβγαινε! Μου πρότειναν να απευθυνθώ σε συνεργείο με ασανσεράκι και ξαναβρήκα την αναπνοή μου. Πήρα αμέσως τηλέφωνο τον κ. Ευριπίδη και με διαβεβαίωσε ότι την επόμενη μέρα, στις 6, θα ήταν στο σπίτι να ανεβάσει τον καναπέ.
Όταν έφτασε ο καναπές, κάναμε μια προσπάθεια να τον ανεβάσουμε από τις σκάλες αλλά στάθηκε αδύνατο. Έτσι τον αφήσαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας και έβαλα την ανιψιά μου, να τον φυλάει μέχρι να έρθει ο κ. Ευριπίδης. Αλλά εκείνος δεν φάνηκε. Το είχε ξεχάσει. Και έτσι ο καναπές φορτώθηκε και πήγε στην αποθήκη του κατασκευαστή, για να μην αναγκαστώ να τρατάρω όλη νύχτα καφέ και σοκολατάκια στους ένοικους και επισκέπτες της οικοδομής.
Το επόμενο απόγευμα και με την ψυχή στο στόμα, στήθηκα και πάλι να περιμένω τον καναπέ. Είδα το φορτηγάκι να στρίβει στο στενό μου και αισθάνθηκα ότι όλα είχαν τελειώσει. Αλλά 3 μέτρα πιο πάνω, κάποιοι είχαν κλείσει το δρόμο και στήθηκε ένας ωραιότατος καβγάς. Ο κ. Ευριπίδης κατέβηκε να μαλώσει με τους κακούς, πιάστηκαν στα χέρια ενώ οι δύο γιγαντόσωμοι τύποι, που είχε για να τον κουβαλήσουν, τον ξεφόρτωσαν και τον έφερναν στα χέρια, χωρίς να τους πάρει χαμπάρι ο κ. Ευριπίδης. Ενώ ο καναπές έμπαινε για δεύτερη φορά στην πολυκατοικία, ο κ. Ευριπίδης είχε καλέσει την αστυνομία για να ανοίξουν τον δρόμο. Όλη η γειτονιά στο πόδι και εγώ να προσπαθώ να πείσω τους δυο Γολιάθ ότι είναι αδύνατο να πάει από τις σκάλες.
- Ρε κοπελιά σου λέω μπορούμε.
- Μα δοκιμάσαμε και χθες και δεν ανέβαινε λέμε.
- Άμα σου τον πάω μέχρι επάνω τι μου δίνεις;
- Δεν πάει λέμε. Αφήστε τον εδώ να έρθει το ασανσέρ.
- Πάει λέμε και θα μας δώσεις και ένα φιλάκι.
- Ας πάει επάνω και το συζητάμε.
Όπως ήταν αναμενόμενο, σφηνώσαμε στον ημιώροφο. Στην γωνία επάνω. Έξω ακουγόταν οι φωνές και εμείς μέσα τραβούσαμε ότι μπορούσαμε για να ξεκολλήσουμε. Καθίσαμε λιγάκι να το φιλοσοφήσουμε αλλά δεν βγήκε άκρη. Σπρώξε, τράβα, πάρ’ το αλλιώς για πολύ ώρα και το κόκκινο τέρας εκεί στην γωνία ακίνητο. Κάποια στιγμή ο κάτω Γολιάθ πήρε την πρωτοβουλία και τον έσπρωξε τόσο, που μας ήρθε σαν ανεξέλεγκτη νταλίκα κατά πάνω μας. Αλλά ξεκόλλησε. Και πήρε το δρόμο για τον τέταρτο. Όταν καταφέραμε και φτάσαμε στο σπίτι, τον τοποθετήσαμε στο σωστό σημείο και σωριαστήκαμε. Και ξαφνικά μια φιγούρα στο μπαλκόνι δίπλα μας.
Ο κ. Ευριπίδης είχε καταφέρει να ξεκολλήσει και είχε φτάσει ακριβώς από κάτω. Είχε στήσει το ασανσεράκι και είχε ανέβει για να δει την μπαλκονόπορτα και αν χωράει. Και ήταν τώρα στο μπαλκόνι μου. Μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας και επανήλθα στην αρχική χρήση του καναπέ:
- Περάστε να σας κεράσουμε κάτι.
- Μα πως;
Καθίσαμε όλοι μαζί στον καναπέ και χαρήκαμε πολύ που τελικά ήταν τετραθέσιος και είχε ανέβει στο σπίτι.
Disclaimer: Οποιαδήποτε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα και καταστάσεις είναι τελείως συμπτωματική και τυχαία.
6 comments:
Μα παρέλειψες την αγωνιώδη αναζήτηση του καναπέ από τον κ. Ευρυπίδη...!
Τις καταθέσεις από τους γείτονες...!
Είχε κι άλλο ζουμί η ιστορία!!! LOL
Χι, Χι! Τι τους κέρασες; Καναπεδάκια, μήπως;
@ Luz-de-Luna: Με κατηγορήσαν ότι τις γράφω μεγάλες... και είπα να περικόψω λιγάκι...
@ Monte-Cristo: Χμ! Δεν το σκέφτηκα! Πετυχημένο!
Τι να πει κανείς...είναι όλες τους υπέροχες! Καλύτερη μέχρι στιγμής για μένα η "σήμανση"...
Όπως έγραψε κάπου ο Ζλάτκο, η ανάγνωσή τους είναι μια ξεχωριστή εμπειρία...τι να λέμε; το'χεις και στο προφορικό και στο γραπτό!
ένδοξο παρελθόν! θυμάμαι ξεκάθαρα την διήγηση, από τότε! γενικά... "you know me better than this" ¨)
:)
Post a Comment