Πριν από μερικές εβδομάδες, πέρασα από το σπίτι, που γεννήθηκα, για να το δω μια τελευταία φορά, πριν το γκρεμίσουν. Δεν μπορώ να πω ότι περνούσα τυχαία, εκεί κρυμμένο, που είναι. Με πήγε ο δρόμος μόνος του. Με οδήγησε το αδιέξοδο δρομάκι μπροστά στην κεραμιδί πόρτα και αν και πλέον μεγάλη, μου φάνηκε όπως πάντα, τεράστια.
Προσπαθώντας να δω την κρυμμένη αυλή, από τα χαλάσματα δίπλα στο σπίτι, έπεσε το μάτι μου, πάνω στο κλουβάκι σου. Κρεμασμένο σε ένα παράθυρο, στον δεύτερο όροφο της εγκαταλελειμμένης μονοκατοικίας. Ξαφνιάστηκα πολύ ομολογώ, γιατί ξέρω πως στο σπίτι μας, δεν μένουν άνθρωποι, εδώ και μερικά χρόνια. Εσύ πως βρέθηκες εκεί; Ξέμεινες; Σε φροντίζει κάποιος; Μήπως χρειάζεσαι κάτι; Ήσουν πολύ ψηλά για να σε ρωτήσω. Αλλά, σε σκέφτομαι συνέχεια, από την ημέρα εκείνη.
Βασικά, σκέφτομαι το σπίτι. Σκέφτομαι, πως σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει και μαζί του θα έχεις φύγει κι εσύ, που δεν σε ξέρω προσωπικά και όλες οι παιδικές αναμνήσεις μου. Είναι βέβαια λίγες, γιατί έζησα εκεί μόνο 4 χρόνια, αλλά δεν είναι μόνο οι δικές μου.
Όταν έφυγε, το σπίτι, που έμενα, είχε ποτίσει από εκείνη και εγώ πνιγόμουν. Σε κάθε γωνίτσα υπήρχε μια μυρουδιά, μια εικόνα, μια σκέψη, ένας ήχος δικός της και εγώ ένιωθα τόσο κοντά της, που μερικές φορές πίστευα, πως με είχε πάρει μαζί της. Έφυγα. Και μου έλειπε αφόρητα. Τόσο πολύ, που πονούσα κάθε φορά, που τη σκεφτόμουν. Αποφάσισα, όποτε μου κοβόταν η ανάσα από τον πόνο, να πηγαίνω να τη βρίσκω στο νέο της σπίτι. Μετά έφυγε και από εκεί. Άλλαξε και πάλι μέρος και ήταν αδύνατο να την εντοπίσω. Την αναζήτησα στο σπίτι, που έμενα, αλλά είχε περάσει και είχε πάρει όλα τα σημάδια της και από εκεί. Έτσι σκέφτηκα, ότι ίσως στο σπίτι, που γεννήθηκε και μεγάλωσε, εκεί που περπάτησε πρώτη φορά, εκεί που άκουσε τη φωνή της πρώτη φορά, εκεί που κάθε βράδυ παρακαλούσε να συναντήσει τη δική της μανούλα, θα υπάρχει κάτι δικό της.
Έτσι σε συνάντησα. Δεν με ξέρεις και δεν την ξέρεις, οπότε και δεν μπορώ να σου ζητήσω να την ψάξεις. Μπορώ, όμως, να περάσω μια μέρα, που να σε βολεύει και εσένα, να μπω και να την ψάξω εγώ; Άμα χρειάζεσαι και κάτι μπορώ να σου το φέρω. Δεν θέλω να σε αναστατώσω. Δεν με πειράζει, που μένεις εκεί. Νιώθω καλύτερα, να μένει κάποιος εκεί, αν έχει γυρίσει και εκείνη. Μην είναι μόνη της.
Θα περάσω πάλι σε μερικές μέρες να δω αν έχεις απαντήσει. Ξέρω πως δε σε βολεύει και πολύ το επίσημο σύστημα αλληλογραφίας, που συνήθως χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, οπότε και θα πρέπει να έρθω εγώ. Σκέψου το λιγάκι και με ενημερώνεις, τότε.
Να είσαι καλά.
Προσπαθώντας να δω την κρυμμένη αυλή, από τα χαλάσματα δίπλα στο σπίτι, έπεσε το μάτι μου, πάνω στο κλουβάκι σου. Κρεμασμένο σε ένα παράθυρο, στον δεύτερο όροφο της εγκαταλελειμμένης μονοκατοικίας. Ξαφνιάστηκα πολύ ομολογώ, γιατί ξέρω πως στο σπίτι μας, δεν μένουν άνθρωποι, εδώ και μερικά χρόνια. Εσύ πως βρέθηκες εκεί; Ξέμεινες; Σε φροντίζει κάποιος; Μήπως χρειάζεσαι κάτι; Ήσουν πολύ ψηλά για να σε ρωτήσω. Αλλά, σε σκέφτομαι συνέχεια, από την ημέρα εκείνη.
Βασικά, σκέφτομαι το σπίτι. Σκέφτομαι, πως σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει και μαζί του θα έχεις φύγει κι εσύ, που δεν σε ξέρω προσωπικά και όλες οι παιδικές αναμνήσεις μου. Είναι βέβαια λίγες, γιατί έζησα εκεί μόνο 4 χρόνια, αλλά δεν είναι μόνο οι δικές μου.
Όταν έφυγε, το σπίτι, που έμενα, είχε ποτίσει από εκείνη και εγώ πνιγόμουν. Σε κάθε γωνίτσα υπήρχε μια μυρουδιά, μια εικόνα, μια σκέψη, ένας ήχος δικός της και εγώ ένιωθα τόσο κοντά της, που μερικές φορές πίστευα, πως με είχε πάρει μαζί της. Έφυγα. Και μου έλειπε αφόρητα. Τόσο πολύ, που πονούσα κάθε φορά, που τη σκεφτόμουν. Αποφάσισα, όποτε μου κοβόταν η ανάσα από τον πόνο, να πηγαίνω να τη βρίσκω στο νέο της σπίτι. Μετά έφυγε και από εκεί. Άλλαξε και πάλι μέρος και ήταν αδύνατο να την εντοπίσω. Την αναζήτησα στο σπίτι, που έμενα, αλλά είχε περάσει και είχε πάρει όλα τα σημάδια της και από εκεί. Έτσι σκέφτηκα, ότι ίσως στο σπίτι, που γεννήθηκε και μεγάλωσε, εκεί που περπάτησε πρώτη φορά, εκεί που άκουσε τη φωνή της πρώτη φορά, εκεί που κάθε βράδυ παρακαλούσε να συναντήσει τη δική της μανούλα, θα υπάρχει κάτι δικό της.
Έτσι σε συνάντησα. Δεν με ξέρεις και δεν την ξέρεις, οπότε και δεν μπορώ να σου ζητήσω να την ψάξεις. Μπορώ, όμως, να περάσω μια μέρα, που να σε βολεύει και εσένα, να μπω και να την ψάξω εγώ; Άμα χρειάζεσαι και κάτι μπορώ να σου το φέρω. Δεν θέλω να σε αναστατώσω. Δεν με πειράζει, που μένεις εκεί. Νιώθω καλύτερα, να μένει κάποιος εκεί, αν έχει γυρίσει και εκείνη. Μην είναι μόνη της.
Θα περάσω πάλι σε μερικές μέρες να δω αν έχεις απαντήσει. Ξέρω πως δε σε βολεύει και πολύ το επίσημο σύστημα αλληλογραφίας, που συνήθως χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, οπότε και θα πρέπει να έρθω εγώ. Σκέψου το λιγάκι και με ενημερώνεις, τότε.
Να είσαι καλά.
Θεσσαλονίκη 9/6/2009
13 comments:
Υπέροχο το Post σου... πολύ νοσταλγικό.
Ευχαριστώ πολύ @arkoudos. Το σκέφτομαι μέρες τώρα και σήμερα λέω να πάω να το ρίξω και κάτω από την πόρτα.
Ήθελα να γράψω κάτι για σχόλιο αλλά δε μπορώ, είναι πολύ συγκινητικό!
Ελπίζω να σου απαντήσει με κάποιο τρόπο το καναρίνι:) You know what i mean ((((((((mafaldaQ))))))))
δεν ξέρω τι να γράψω αλλά δεν ήθελα να μην αφείσω κάτι σ' αυτή την ανάρτηση
@panigirtzou: κι εγώ το ελπίζω!
@karry: ευχαριστώ.
Είναι πολύ δυνατό. ...Κι εγώ που είδα μόνο τον τίτλο και προσπάθησα να φανταστώ τι θα έχεις γράψει... πόσο μικρός ένιωσα...
(((((((mafaldaQ)))))))
@a1pha μάλλον ψυχοπλάκωσα αρκετό κόσμο. Τελικά ίσως θα ήταν καλύτερα να πάω απλά και να το αφήσω στην εξώπορτα.
Ευχαριστώ πάντως για την παρότρυνση (((((((a1pha)))))))
κι εγώ δεν ξέρω τι να γράψω, αλλά είμαι εδώ :-)
με σκοτωσες κοριτσακι...
(((αγκαλιες))),τίποτ'άλλο.
@efou: το ξέρω κορίτσι! Καλά είμαι. Απλά πλησιάζει η μεγάλη μέρα και έχω ανησυχία...
@kihli: Μου έλειψες ρε κοπελίτσα ((((((kihli)))))
Αγκαλιές και φιλιά, κούκλα μου.
ναι..γραφω σβήνω..θα το πω αλλη φορα.... και απο εμενα μονο (((((MafaldaQ))))
κορούλι, ελπίζω να 'σαι καλά. μάκια, σ'αγαπάω. κι όπως είπαμε ναι? για οτιδήποτε
Post a Comment