Friday, June 12, 2009

Πως μεγαλώνουν έτσι τα άτιμα;


Πριν πολλά-πολλά χρόνια, ένα καλοκαιρινό βραδάκι, ανάμεσα στα κενό χρόνο από δυο καρδιοχτύπια, χαμογέλασε για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένα περίεργο πλάσμα. Στην αρχή ήταν τόσο μικρούλη, που φοβόσουν να το πιάσεις στα χέρια σου, μη σπάσει. Το κοιτούσαμε εγώ και οι αδερφές μου και απορούσαμε, πως χωράει μια ψυχή, σε ένα τόσο μικρό κορμάκι. Τότε, που απορούσαμε πως θα γίνει να μεγαλώσει, μας είπε εκείνη: «Για να μεγαλώσουν τα μωρά, πρέπει να έχουν αγάπη» και την ακούσαμε. Εγώ, που σε κάτι τέτοια, της έδειχνα πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη, το παράκανα λίγο. Και αυτό, όμως, είχε ένα χαμόγελο, φωτεινό σαν τον ήλιο και δεν σου άφηνε και μεγάλο περιθώριο να κάνεις κάτι άλλο.



Όπως ήταν αναμενόμενο, μεγάλωσε πολύ γρήγορα. Δεν έχω παράπονο. Και επειδή δεν ξέρω, ποιον ή ποία πρέπει να ευχαριστήσω, για το πόσο όμορφα και γρήγορα μεγάλωσε, θα ευχαριστήσω τον κόσμο όλο.



Χθες, πήγα φουσκωμένη σαν βατράχι από την περηφάνια μου, να δω την πρώτη ομαδική έκθεση φωτογραφίας, που συμμετέχει, μετά από ένα χρόνο μαθήματα στο Φ.Ε.Κ. (Φωτογραφικό Εργαστήρι Καλαμαριάς). Είχα μια αγωνία να δω τις φωτογραφίες της, που με το ζόρι πρόσεχα τις φωτογραφίες των άλλων, αλλά όπως πάντα το έπαιζα πολύ ψύχραιμη και cool. Και κάποια στιγμή, αφού πρώτα είχαμε δει σχεδόν όλες τις υπόλοιπες συμμετοχές, φτάσαμε και στις δικές της μπροστά. Πέντε πορτρέτα ανθρώπων του δρόμου. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι να φωτογραφίσεις, χωρίς να προσβάλεις, έναν άνθρωπο, που ζει στο δρόμο. Το έχω προσπαθήσει πολλές φορές και πάντα δεν έβρισκα τα κότσια να πάω και να τους μιλήσω. Να τους ζητήσω να φωτογραφηθούν.


NASCO ΡΟΥΜΑΝΟΣ, originally uploaded by aizenxaim.


- Χριστίνα τους μίλησες;
- Ναι βέβαια.
- Τι τους είπες για να τους φωτογραφίσεις; Τι είπατε γενικά;
- Απλά τους εξηγούσα πως θέλω να τους φωτογραφίσω. Μόνο ένας ήταν αρνητικός και μου είπε «Γιατί θέλεις να με φωτογραφίσεις; Είμαι κανένας διάσημος;»
- Τι του απάντησες;
- Ακριβώς επειδή δεν είστε διάσημος, θεωρώ πως πρέπει να σας ζητήσω την άδεια για να σας φωτογραφίσω και για τον ίδιο λόγο θέλω να σας φωτογραφίσω.

Το ξέρω πως είναι ένας καλός άνθρωπος. Έκανα, ότι περνούσε από το δικό μου χέρι, να νιώθει και να είναι ελεύθερη να γίνει ό,τι θέλει. Από την πρώτη στιγμή, που συναντηθήκαμε, είδα στα μάτια της, εκείνο τον μεγάλο ήλιο. Αλλά είναι κάτι στιγμές, που μου κόβεται η ανάσα, όταν σκέφτομαι ότι όσο μεγαλώνει, μεγαλώνει και ο ήλιος μέσα της.


IVAN ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ, originally uploaded by aizenxaim.

Όποιος βρεθεί κοντά στο Στρατόπεδο Κόδρα, να πάει να την δει την έκθεση. Θα είναι εκεί μέχρι την Κυριακή 14/6. Όχι μόνο για να θαυμάσει την Χριστίνα μου αλλά και για τις υπόλοιπες συμμετοχές και για την προσπάθεια, που έχουν κάνει όλα τα παιδιά, κυρίως της φωτογραφίας και του κινηματογράφου. Ξεχώρισα μια συμμετοχή με φωτογραφίες από τη Σχολή τυφλών, μια συμμετοχή με φωτογραφίες – αποτυπώσεις των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων και μια συμμετοχή με φωτογραφίες από σφαγεία γουρουνιών. Όλα φιλότιμες προσπάθειες αλλά αυτά, πώς να το κάνουμε, με άγγιξαν περισσότερο. Και περιμένω εντυπώσεις. Κυρίως για την Χριστίνα μου.

Θεσσαλονίκη 12/6/2009

Thursday, June 11, 2009

Κάτι (τέτοιες) μέρες και σήμερα,

σκέφτομαι…

Θα το κλείσω το ρημάδι. Την ψυχή μου, μου έβγαλε. Υπάρχουν στιγμές, που νιώθω ότι κυνηγάω τις σκέψεις μου στον αέρα. Οι σκέψεις είναι σαν τις μπαμπαλάρες του καλοκαιριού. Τις φυσάς, για να τις δεις να πετάνε μακριά και σε διάφορα σημεία, ελπίζοντας ότι θα σταθούν κάπου και θα γεννήσουν και άλλες μπαμπαλάρες, για να έχεις να φυσάς. Έτσι για τη χαρά, που σου δίνει η σκανδαλιά. Άμα πρέπει να τις κυνηγήσεις και μετά να τις ντύσεις με γράμματα, κάτι έχει πεθάνει.




Θα αδειάσω την τσάντα μου. Θα βρω έναν τρόπο, να είναι μικρότερη και ελαφρύτερη. Πριν ξυπνήσω μια μέρα και ακούσω στο πίσω μέρος του μυαλού μου, το κροτάλισμα του φακού, όταν προσπαθεί να εστιάσει. Από τότε, που εγκατέλειψα το φιλμάκι και πέρασα στην ψηφιακή, νιώθω μισή. Δεν μου αρκεί το κλικ, ενώ κάποτε, από μόνο του, μου έδινε τεράστια χαρά.

Θα τραβήξω το καλώδιο. Το έκανα παλιά, για άλλη συσκευή και ένιωσα μεγάλη ανακούφιση. Στην αρχή ένιωθα αποκομμένη. Μετά, το είχα ήδη ξεχάσει. Μπορώ να το κάνω και τώρα. Δεν είναι πως με έχει δεμένη με τη γυάλα μου και δεν μπορώ να ξεφύγω. Ούτε καν μπορεί να με κρατήσει πάνω από 2 ώρες, μέσα σε 4 πράσινους τοίχους. Άμα το μυαλό μου έχει μείνει έξω, θα πάω να το βρω ό,τι και να γίνει. Αλλά να μωρέ… Το ρημάδι μου δίνει την αίσθηση, ότι κάτι τρέχω να προλάβω και ποτέ δεν το προλαβαίνω.

Θα μαζέψω τα απολύτως απαραίτητα και θα φύγω. Μια φωτογραφία σε ροζ κάδρο, μια πετρούλα για καλή τύχη, ένα χαρτάκι, που μυρίζει παιδική κρέμα και είναι γεμάτο μουτζούρες, μια τούφα πρώτα μαλλάκια και ίσως και ένα ροζ τριγωνάκι για το κεφάλι, από εκείνα που φοράνε στις παραλίες το καλοκαίρι. Αρκετά είναι νομίζω. Μετά θα ψάξω να βρω τον Jean Grenier και θα τον ρωτήσω για τα νησιά του. Εκεί σκέφτομαι να πάω. Τόσα χρόνια τα ψάχνω.

Και μετά σταματάω να σκέφτομαι για λίγο και ξέρω πως Ιούνιος είναι και θα περάσει. Όπως άλλοι πριν από αυτόν και ίσως και άλλοι μετά από αυτόν. Σας δίνω λοιπόν το ελεύθερο, μέχρι να περάσει και αυτός ο Ιούνης, να μην μπαίνετε στο blog. Σκέτο ψυχοπλάκωμα θα είναι και δεν λέει καλοκαιριάτικα. Τα λέμε από Ιούλιο, με το καλό.

Θεσσαλονίκη 11/6/2009

Tuesday, June 9, 2009

Αγαπητό Καναρίνι,

Πριν από μερικές εβδομάδες, πέρασα από το σπίτι, που γεννήθηκα, για να το δω μια τελευταία φορά, πριν το γκρεμίσουν. Δεν μπορώ να πω ότι περνούσα τυχαία, εκεί κρυμμένο, που είναι. Με πήγε ο δρόμος μόνος του. Με οδήγησε το αδιέξοδο δρομάκι μπροστά στην κεραμιδί πόρτα και αν και πλέον μεγάλη, μου φάνηκε όπως πάντα, τεράστια.

Προσπαθώντας να δω την κρυμμένη αυλή, από τα χαλάσματα δίπλα στο σπίτι, έπεσε το μάτι μου, πάνω στο κλουβάκι σου. Κρεμασμένο σε ένα παράθυρο, στον δεύτερο όροφο της εγκαταλελειμμένης μονοκατοικίας. Ξαφνιάστηκα πολύ ομολογώ, γιατί ξέρω πως στο σπίτι μας, δεν μένουν άνθρωποι, εδώ και μερικά χρόνια. Εσύ πως βρέθηκες εκεί; Ξέμεινες; Σε φροντίζει κάποιος; Μήπως χρειάζεσαι κάτι; Ήσουν πολύ ψηλά για να σε ρωτήσω. Αλλά, σε σκέφτομαι συνέχεια, από την ημέρα εκείνη.

Βασικά, σκέφτομαι το σπίτι. Σκέφτομαι, πως σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει και μαζί του θα έχεις φύγει κι εσύ, που δεν σε ξέρω προσωπικά και όλες οι παιδικές αναμνήσεις μου. Είναι βέβαια λίγες, γιατί έζησα εκεί μόνο 4 χρόνια, αλλά δεν είναι μόνο οι δικές μου.

Όταν έφυγε, το σπίτι, που έμενα, είχε ποτίσει από εκείνη και εγώ πνιγόμουν. Σε κάθε γωνίτσα υπήρχε μια μυρουδιά, μια εικόνα, μια σκέψη, ένας ήχος δικός της και εγώ ένιωθα τόσο κοντά της, που μερικές φορές πίστευα, πως με είχε πάρει μαζί της. Έφυγα. Και μου έλειπε αφόρητα. Τόσο πολύ, που πονούσα κάθε φορά, που τη σκεφτόμουν. Αποφάσισα, όποτε μου κοβόταν η ανάσα από τον πόνο, να πηγαίνω να τη βρίσκω στο νέο της σπίτι. Μετά έφυγε και από εκεί. Άλλαξε και πάλι μέρος και ήταν αδύνατο να την εντοπίσω. Την αναζήτησα στο σπίτι, που έμενα, αλλά είχε περάσει και είχε πάρει όλα τα σημάδια της και από εκεί. Έτσι σκέφτηκα, ότι ίσως στο σπίτι, που γεννήθηκε και μεγάλωσε, εκεί που περπάτησε πρώτη φορά, εκεί που άκουσε τη φωνή της πρώτη φορά, εκεί που κάθε βράδυ παρακαλούσε να συναντήσει τη δική της μανούλα, θα υπάρχει κάτι δικό της.

Έτσι σε συνάντησα. Δεν με ξέρεις και δεν την ξέρεις, οπότε και δεν μπορώ να σου ζητήσω να την ψάξεις. Μπορώ, όμως, να περάσω μια μέρα, που να σε βολεύει και εσένα, να μπω και να την ψάξω εγώ; Άμα χρειάζεσαι και κάτι μπορώ να σου το φέρω. Δεν θέλω να σε αναστατώσω. Δεν με πειράζει, που μένεις εκεί. Νιώθω καλύτερα, να μένει κάποιος εκεί, αν έχει γυρίσει και εκείνη. Μην είναι μόνη της.

Θα περάσω πάλι σε μερικές μέρες να δω αν έχεις απαντήσει. Ξέρω πως δε σε βολεύει και πολύ το επίσημο σύστημα αλληλογραφίας, που συνήθως χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, οπότε και θα πρέπει να έρθω εγώ. Σκέψου το λιγάκι και με ενημερώνεις, τότε.

Να είσαι καλά.

Θεσσαλονίκη 9/6/2009